|
το 1) недра; πλούσιο ~ — богатые недра; η εκμετάλλευση τού ~άφους — разработка недр; 2) подпочва; νερά (или ύδατα) τού ~άφους — (под)почвенные воды; === παρέχω θεμέλιο καί γερό ~ σέ... — создавать базу и прочную основу для... #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово недра? — υπέδαφος как на (ново)греческом будет слово подпочва? — υπέδαφος как с (ново)греческого переводится слово υπέδαφος? — недра, подпочва — ξινούδι — μαλλιοτραβιέμαι — αυγουστιά — λεγάτος — ανανθώ — μυρρόλη — υποζευγνύω — χρησιμοποιώ — Λόνδρα — αφομοιώνω — πάρεδρος — κλιματικός — αστιγμόμετρο — Λύντς — επιπωμάτιση — στολιδούμαι — βαγαποντιά — ποδοκύλημα — πεζολόγος — φημολογώ — πρόκα |
|||