Новогреческий словарь
ισοδύναμο
ισοδύναμο
το хим., мат., эк.
эквивалент
;
τό γενικό ~ — всеобщий эквивалент
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
эквивалент
? —
ισοδύναμο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ισοδύναμο
? — эквивалент
#
(ново)греческий словарь
—
πλησιέστερος
—
ξέω
—
πετρελαιοπαραγωγός
—
λαουτιέρης
—
αξιοζήλευτος
—
μπούστος
—
εξοπλισμένος
—
αριστοκράτισσα
—
ξεγνοιασμένος
—
βουλγάρα
—
εκπλέκω
—
ζώ
—
εωσφόρος
—
μαξιλλαράκι
—
εξάγωνος
—
ζααχροποιείο
—
ευανάγνωστος
—
θοδώρα
—
αβάσκαντος
—
ασυμμόρφωτος
—
συμπαρομαρτώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве