Новогреческий словарь
μεταγγίζω
μεταγγίζω
переливать
(из одного сосуда в другой)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
переливать
? —
μεταγγίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
μεταγγίζω
? — переливать
#
(ново)греческий словарь
—
αποσταλμένος
—
πειστήριο
—
αντιπροσαγόρευσις
—
γοργότης
—
δισμύριοι
—
κοντούλικος
—
βερτζί
—
ανάψυξη
—
μαϊμουδίστικα
—
οδοντιατρικός
—
Απρίλιος
—
παραδειγματισμός
—
κουλές
—
βροντολόγημα
—
τοκοχρεολύσιο
—
αντισηψία
—
υπεροξίδιο
—
αποκλίνων
—
τραγωδιογράφος
—
πλευρεκτομία
—
γυροτριγύρω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве