Новогреческий словарь
εκμετρώ
εκμετρώ
μετ. :
~ τό ζην — умирать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκμετρώ
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εννοιάζομαι
—
ψωριασμένος
—
αυτεπαγγέλτως
—
κράνος
—
σπουδαία
—
όρος
—
μπεκρηλίκι
—
περιπολικό
—
ωτολόγος
—
γερακήσιος
—
ανάργαστος
—
επαρχώ
—
σχοινοβάτισσα
—
ξεσκουριάζω
—
τραγουδάω
—
αρτοζαχαροπλαστείο
—
καλφαλίκι
—
φλάντζα
—
γροθιάζω
—
λευκοπάθεια
—
ψαλμουδιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве