|
турецкого происхождения #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово турецкого происхождения? — τουρκομερίτικος как с (ново)греческого переводится слово τουρκομερίτικος? — турецкого происхождения — καλικατζού — μαρμαρώνω — ξενίζομαι — ρίκινος — φελλί — χαμόγελο — ταμάχι — προπεμπτήριος — χανσενικός — τούμπανο — αιφνιδιαστικός — αξαστέρωτος — αμέριμνος — αυτόνομα — παρεπιδημία — ανήμπορος — γαιοκτησία — αποδέλοιπο — αστεί|ο — γαλήνευμα — ερμηνεύς |
|||