Новогреческий словарь
ενέθηκα
ενέθηκα
αόρ. от ενθέτω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενέθηκα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
καλονυχτίζω
—
ζαρομάτης
—
αποκαίγω
—
φυρί-φυρί
—
επισκευή
—
αγγρίφι
—
υπέρλομπρος
—
φελάω
—
χασμουρητό
—
ξημερώνω
—
ανεμψύχωτος
—
ψυχοσώστρα
—
ανεπαύξητος
—
ανασκουμπωμένος
—
φουφούλα
—
επίθετο
—
χαρτοσήμανση
—
ξεμουρλαίνω
—
περίσσεμα
—
μακροζωία
—
ιατροδικαστικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве