Новогреческий словарь
ομοιοτέλευτος
ομοιοτέλευτος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ομοιοτέλευτος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
οροδοτώ
—
απαργιοσμένος
—
αποφρακτικός
—
ενδεκαετία
—
αποκηρύχνω
—
ασπροντυμένος
—
ομαδικότητα
—
μονοικία
—
δανειακός
—
θρύλος
—
ανεπιτήδειος
—
ξεσποριάζω
—
γουρουνόμαλλο
—
βαπορτζής
—
υποκρούω
—
βενθογενής
—
ακατάσχετα
—
ξέφρενος
—
αναστροφικός
—
ακατεύθυντος
—
φιστίκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве