Новогреческий словарь
σαρακοστεύω
σαρακοστεύω
прям., перен.
поститься
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
поститься
? —
σαρακοστεύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
σαρακοστεύω
? — поститься
#
(ново)греческий словарь
—
γελάκι
—
φυτευτός
—
λεκάνη
—
ραίνω
—
ετοιμασία
—
συνταξιοδοτούμαι
—
αψυώνω
—
διαφωτιστικός
—
απροσπέραστος
—
μάζωμα
—
αποξήλωμα
—
αγκωνάρι
—
φυσούνα
—
επισκευαστικά
—
απείραγος
—
εκτατόν
—
αποδιάλεγμα
—
ευχετικός
—
συνωμοτώ
—
κουμπάρος
—
ασκύλευτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве