|
το фырканье (лошади) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фырканье? — φρίμασμα как с (ново)греческого переводится слово φρίμασμα? — фырканье — κοινιάζω — μπρίο — τυφέκιον — φρενάρισμα — δεκαρολογία — μικροφιλοδοξία — αλωνίζω — κάνιστρο — τοπωνυμικός — ολιγόσιτος — άφρυδος — φλεγμονή — άζωος — μισθολόγιο — σουηδικά — στουρναρόπετρα — βερνίκωμα — αλειά — κριθή — καλιφάτο — περιττοσύλλαβος |
|||