|
το 1. неизвестность; βαδίζω στό ~ — шагать в неизвестность; 2. неизвестно; ~ πότε θά έρθει — [phrase]неизвестно, когда он придёт[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неизвестность? — άγνωστο как на (ново)греческом будет слово неизвестно? — άγνωστο как с (ново)греческого переводится слово άγνωστο? — неизвестность, неизвестно — κακοψύχι — φαρμακολογία — ιστάμενος — εξοτμίσιμος — πολύγονος — αντιπαραγγέλλω — υπερώα — ονοματολόγιο — τραγήματα — συνδειπνώ — τρυπάνισμα — φρεσκάρω — επίγραμμα — κοφφέα — στρεπτός — ελυμα — διοικητικός — αμέλγω — κατακάθομαι — σκληρυμμένος — υπονόμευση |
|||