|
το пикник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пикник? — πίκ-νίκ как с (ново)греческого переводится слово πίκ-νίκ? — пикник — κοιμητήρι — παρενδυτικός — μυσαρός — αψιμαχία — τσαλιμάκι — κανονιοβολώ — τριτεξάδελφος — πολυξοδιάστρια — νηνεμία — καραμπογιά — καρδιοσάσιμο — σπλήνα — μωρολόγος — υπολοχαγός — στρατωνισμός — βαρούμενη — κοκκινο- — αποκαταστάσιμος — τηρώ — μαλακτικότητα — ανακριβής |
|||