|
штукатурить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово штукатурить? — σουβαδίζω как с (ново)греческого переводится слово σουβαδίζω? — штукатурить — ελατός — πηροποδία — καλοδουλεμένος — λεπτούτσικος — ξαρμυρίζω — κουκέττα — δεματολογα — υπερδισύλλαβος — υποτριπλάσιος — σιγμοειδής — νευρώδης — πολτοποιούμαι — λερώνω — εξωφυλλίζω — λιθοδόμημα — κονιοσκόπιο — εξεργάζομαν — απαρέμφατος — ατεχνία — φοριέμαι — σκουπόχορτο |
|||