|
η 1) вход в подвал; 2) подвал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вход в подвал? — εμπατή как на (ново)греческом будет слово подвал? — εμπατή как с (ново)греческого переводится слово εμπατή? — вход в подвал, подвал — λευκωματοειδής — μινιμαλιστής — επιγραφοποιός — αλαφροποινίτισσα — έδηξα — κοκιανοβαμμένος — Αμερικανίδα — παιδολόι — πιάστρα — υδρονέφρωσις — καλυτέρευμα — αλσοδίαιτος — φιλιώνω — ελληνολατρία — χαμαίφυτο — ομοιωματικός — βλημάτοφόρος — νεοαποικιοκρατία — σύρω — ευλογιάρης — πολυφωνικός |
|||