Новогреческий словарь
μακιγιαρισμένος
μακιγιαρισμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μακιγιαρισμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λοταρία
—
στολίδωση
—
βλεφαρικός
—
θραυστήρας
—
μεταμοντερνίστρια
—
χαραγματιά
—
γρύλλισμα
—
εισδοχή
—
καϊμάκι
—
φούντωμα
—
βάπτω
—
ξέβαμμα
—
ετοιμολογία
—
φαμίλια
—
οκτάεδρο
—
απόλωλος
—
απόγαιος
—
βακτηρίδιο
—
αμφισημία
—
δεκάτευμα
—
στερεώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве