|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σταθμευμένος? — — παγοπέδιλο — τραυλός — γανιάδα — νεοαρκτικός — γιαουρτοπόλεμος — νεροπρίονο — γριπαρόλι — ταμπέλλα — γλυκοπατάτα — διάρθρωση — ψειριάρης — προκοίλι — κοντούτσικος — ανάρτυτος — καλαθοπλεκτηκή — τυπωθήτω — ατσίκνιστος — πωρώνω — φούσκωμα — πλαγκτολογία — μετριότητα |
|||