|
(αόρ. εξεθήλυνα, παθ. αόρ. εξεθηλύνθην) изнеживать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изнеживать? — εκθηλύνω как с (ново)греческого переводится слово εκθηλύνω? — изнеживать — μονόπλευρος — υαλόπλινθος — σκουντουφλιάζω — σύμπλεξη — γερο- — οικοστολή — μαλλιοβράσι — μοντερνιστικός — ευώδης — γκαζόν — ατσαλοσύνη — παρατρεχάμενος — ανακρίβεια — παραλλαγμένος — καρκίνος — υδρεύομαι — διασαφητικός — πιστικός — καταβαραθρώνω — χορδή — υπνώνω |
|||