|
(αόρ. περιέτρεξα и περιέδραμον) обегать; объезжать; περιέτρεξα όλη τή χώρα — [phrase]я объехал всю страну[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обегать? — περιτρέχω как на (ново)греческом будет слово объезжать? — περιτρέχω как с (ново)греческого переводится слово περιτρέχω? — обегать, объезжать — υπεραίρομαι — δώθες — ατομικός — αβάτευτος — συγκαμένος — κλίμαξ — επιδαψίλευση — πειστήριο — χαλικοθηρίο — εμπλάστριον — ουρήθρα — τελετουργία — λειωμα — οικιστής — δυσκαταμάχητος — νευριάζω — εκριζωτής — φκειάνομαι — φλοιοφάγος — τροχός — θαλαμοειδής |
|||