Новогреческий словарь
περιτρέχω
περιτρέχω
(αόρ. περιέτρεξα и περιέδραμον)
обегать; объезжать
;
περιέτρεξα όλη τή χώρα — [phrase]я объехал всю страну[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обегать
? —
περιτρέχω
как на
(ново)греческом
будет слово
объезжать
? —
περιτρέχω
как с
(ново)греческого
переводится слово
περιτρέχω
? — обегать, объезжать
#
(ново)греческий словарь
—
αντρειώνω
—
βύζαρος
—
μεταγωγικό
—
ναί
—
ζωογόνος
—
βορειοανατολικός
—
εντερικά
—
λαγωνικό
—
είλως
—
ενδημικός
—
ξεμοντάρω
—
διαμέτρηση
—
έκδοση
—
αδιευκρίνητος
—
αμφίδετος
—
ανθυποφροντιστής
—
μαυροφορεμένος
—
υποδερμικός
—
ποταμός
—
ακόρδωτος
—
εκατοντάδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве