|
преступный; уголовный; ~ή πράξη — (уголовное) преступление #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово преступный? — εγκληματικός как на (ново)греческом будет слово уголовный? — εγκληματικός как с (ново)греческого переводится слово εγκληματικός? — преступный, уголовный — φραστικό — παρακαταθέτω — φηγός — φωτοταχύμετρο — αιμομίκτης — βλαχάρα — επάλειμμα — ξεσκολισμένος — τριάτορας — αυτοπροωθούμενος — παριστώ — μίτρα — εκκείμενος — ανεμπόδιστος — ευθύβολος — διαδίκτυο — δάμασμα — απαρχαιωνούμαι — προβοδώ — φανειά — συμπληγάδες |
|||