Новогреческий словарь
λαγός
λαγός
ο
заяц
;
===
γίνομαι ~ — задать стрекача
;
τάζω ~ούς με πετραχήλια — сулить золотые горы
;
πού κυνήγα πολλούς ~ούς κανένα δεν πιάνει — посл. [phrase]за двумя зайцами погонишься, ни одного не поймаешь[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
заяц
? —
λαγός
как с
(ново)греческого
переводится слово
λαγός
? — заяц
#
(ново)греческий словарь
—
μοιρολάτρισσα
—
θερίζω
—
χαμηλόπρυμος
—
πάρολι
—
στέρνο
—
αεργία
—
φαλακρότητα
—
μεσόφωνος
—
διαζευγνύω
—
επακτικός
—
απαραχώρητος
—
σκλήρυνση
—
δερματουργία
—
αδοκίμαστος
—
επεβλήθην
—
ισοσκελισμένος
—
απομονώνομαι
—
δαχτυλιδάκι
—
αφύτευτος
—
τόρνευση
—
αριστουργηματικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве