|
ο, η мед. уролог #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уролог? — ουρολόγος как с (ново)греческого переводится слово ουρολόγος? — уролог — πρόσχημα — εβραία — εξορίζω — ξυλέμπορας — προπαραλήγουσα — μπουλούκα — Κοράνι — ειρωνευτικός — ασέβημα — αλλιγάτορας — πραξικοπημοτικός — μαραζιάζω — αυλήτρια — ερμηνεύτρια — όνειδος — στεναχωρώ — τρίφυλλο — ανισοπαχής — καρόδρομος — λοξοβλέπω — συμφωνία |
|||
|