|
το скорость, быстрота === εν ~ει — быстро, поспешно; όσον ~ — как можно скорее, быстрее #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скорость? — τάχος как на (ново)греческом будет слово быстрота? — τάχος как с (ново)греческого переводится слово τάχος? — скорость, быстрота — εισακούομαι — πυρόλιθος — πλατυκέρατος — αποθησαυρισμός — μισοκλείνω — Κύπρος — ουρανοθέμελα — παροτρύνω — θελειά — αχαράτσωτος — βρωμιούχος — ισοπερίμετρος — ιδιόκτητος — ευεργετικός — καρδινάλιος — κατεβάζω — κάψουλα — εκκαφεϊνισμός — αποκωδικοποίηση — ποοφάγος — ξεπλένομαι |
|||