|
заботливо воспитывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заботливо воспитывать? — ακριβαναθρέφω как с (ново)греческого переводится слово ακριβαναθρέφω? — заботливо воспитывать — κομίστρια — ενδορραχιαίος — αναργυρία — αποβυζαίνω — φρεναδόρος — περιήλιος — ηωσινοφιλία — δίκοχο — βρώμη — συμπεθεριακός — χρυσόμηλον — δρεπανοκυτταρικός — μεταμαγεία — καφέ — χασομερώ — μεγαλοεπιχειρηματικός — ελαιοποιία — κουρούπα — αντενεργώ — λασπωτήρας — κοσμέω-κοσμώ |
|||