|
уст. приучать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приучать? — ειθίζω как с (ново)греческого переводится слово ειθίζω? — приучать — προσδοκώμενο — τζίφρο — προσκοπισμός — ορμίζομαι — επιπεδόκοιλος — χορδιστήριο — εθνών — απογευματινά — αντεκδικητικά — επικόλλημα — κακώς — αλγησις — πυρρός — τσιουκάνι — δουλεύτρα — εμβολο — φρικασές — ενιαχού — σκυλάκι — απλανητικός — ουσιαστικός |
|||