Новогреческий словарь
δενδροκομία
δενδροκομία
выращивать деревья
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
выращивать деревья
? —
δενδροκομία
как с
(ново)греческого
переводится слово
δενδροκομία
? — выращивать деревья
#
(ново)греческий словарь
—
πολλάκις
—
αγαλματίτης
—
γιατρολόγημα
—
εφημεριδογραφία
—
απωθητικός
—
μπλιό
—
έρμα
—
συνεπαρχιώτης
—
παλαιστική
—
κοζάκος
—
επινεφριδίτις
—
τριτόκλιτος
—
αργατιά
—
γνωμιάρης
—
σταμπάρισμα
—
ραιβοποδία
—
ξερόβρυση
—
απρόφερτος
—
αφαιρετέος
—
βένετος
—
χλωροφόρμιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве