|
с трудом, трудно; ~ νά... — едва ли... #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово с трудом? — δύσκολα как на (ново)греческом будет слово трудно? — δύσκολα как с (ново)греческого переводится слово δύσκολα? — с трудом, трудно — λιθουανικός — προσόμμοιση — χάος — μαστός — προαύλιο — χωρίζω — κλεψίμι — συγγραφή — ναυσιπλοία — σταλιά — μεσοχωρίτισσα — λογιωτατισμός — λιατήρι — τραχηλικός — έπιπλο — επανείπον — ρεγχασμός — καταβρέχω — σωροκουβαριάζομαι — έφεδρος — εργοτόκρανον |
|||