|
(-ώγος) (ό, η) крутой, обрывистый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крутой? — απορρώξ как на (ново)греческом будет слово обрывистый? — απορρώξ как с (ново)греческого переводится слово απορρώξ? — крутой, обрывистый — άσογος — χτενιά — τριμηνιαίος — τόκος — πτωχευμένος — επιγραμματικός — προγαμιαίος — τρισένδοξος — ρητινώδης — διακατέχω — ξύομαι — κυρτότητα — γυρεψιά — Βατοπέδι — εμβόλιο — οζογαλή — διαξύω — ρεφενέ — στομαχικός — γλωσσιάζω — διαγελω |
|||