Новогреческий словарь
μεταπείθω
μεταπείθω
(αόρ. μετέπεισα)
переубеждать
;
προσπαθώ νά τόν ~σω — [phrase]я стараюсь его переубедить[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
переубеждать
? —
μεταπείθω
как с
(ново)греческого
переводится слово
μεταπείθω
? — переубеждать
#
(ново)греческий словарь
—
χρυσοθήρας
—
ασαράντιγος
—
αυθάδεια
—
αποσυνάπτω
—
ακαταπόντιστος
—
κοπανατζού
—
δουλεμπορικός
—
εξάψαλμος
—
διετέθην
—
πιθάρι
—
κάμνω
—
στεγνωτήρας
—
απομαθαίνω
—
θεοδόλιχος
—
δίκορκος
—
απαντητής
—
πληρεξουσιοδοτώ
—
βίζιτα
—
ανασκοπή
—
χυμός
—
απόδρομα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве