Новогреческий словарь
ενδιάμεσος
ενδιάμεσ|ος
промежуточный
;
~ σταθμός — промежуточная станция
;
~ κρίκος — промежуточное звено
;
~ τοίχος — общая стена
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
промежуточный
? —
ενδιάμεσος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενδιάμεσος
? — промежуточный
#
(ново)греческий словарь
—
πεντόδραχμο
—
αμερίστως
—
συντηρούμενος
—
καλοπληρωτής
—
θερμοηλεκτροπαραγωγικός
—
ξακουσμένος
—
ρυτιδιασμένος
—
αγριομούρης
—
αλόγιστος
—
παρέμβολον
—
σαχλαμάρα
—
σημαιοστολισμός
—
κομμούνι
—
κουτσονούρικος
—
γυρισιά
—
υποβόσκω
—
δουκέσσα
—
διανεμητής
—
σπόρκα
—
σκυλοπόταμος
—
καρπερός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве