|
η свекровь, тёща #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свекровь? — πεθερά как на (ново)греческом будет слово тёща? — πεθερά как с (ново)греческого переводится слово πεθερά? — свекровь, тёща — βαρεμάρα — ξενέρωτος — ώριμος — ψηλοκρατιουμαι — πυροβολαρχία — αμπελουργικά — πλεμάτι — καλοκαμωμένος — αλάφιασμα — χειροπόδαρα — αντιπαραβάλλω — φωτοηλιογραφία — σύμπηκτος — απηλπισμένος — ανάπαρτος — καραβάκι — πατριμόνιο — φολίδα — φαφλατάρισμα — ελευθερώσιμος — ξεπλήρωμα |
|||