|
живущий у воды (о растении, животном) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово живущий у воды? — παρυδάτιος как с (ново)греческого переводится слово παρυδάτιος? — живущий у воды — αρτίως — κωλάρα — αφιονόσπορος — ανεμομάζεμα — λαμπάδιασμα — λέρωμα — ημιαγωγοί — κιθαρίστα — εκμυστηρευτικός — φοινικών — εμπλαστρο — νεόγαμβρος — προφορά — ριζοσπαστικότητα — απότριψη — μηλόπαστα — τρίγωνος — δημητριακός — βλακεία — χώριση — αμαξηλάτης |
|||