|
этнографический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово этнографический? — εθνογραφικός как с (ново)греческого переводится слово εθνογραφικός? — этнографический — εχιδνισμός — ασύλλεχτος — ψωροπερήφανος — μουλάρα — φούχτωμα — ανομοιογενώς — βεροναλισμός — θόλωση — προσωρινός — αμέστωτος — αγρίλλιαστος — παχύφυλλος — αρρωστώ — σφουγγοκωλάριος — μπερδεμός — ανευρίσκω — καθημερινά — μεγαλειότητα — αποθαλασσώνομαι — εγγύτερος — διάσκεψη |
|||