Новогреческий словарь
αμπαλλάρω
αμπαλλάρω
(αόρ. αμπαλλάρισα)
упаковывать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
упаковывать
? —
αμπαλλάρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμπαλλάρω
? — упаковывать
#
(ново)греческий словарь
—
καβουρόψυχα
—
ψευτόσουπα
—
γαλακτόμετρο
—
περίζηλος
—
ανάρτηση
—
ανυπόφερτος
—
γαλούχηση
—
ισομέρεια
—
επιδιαιτητικός
—
ρημάδι
—
κληδονίζω
—
νομισματοθήκη
—
απροσπέραστος
—
σκλαβοπούλα
—
ωμοπλινθοδομή
—
αγγειοπληθής
—
φακιρικός
—
βάσκαμα
—
εισέτι
—
βίγλα
—
αδυνατώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве