Новогреческий словарь
επαύξηση
επαύξηση
(-εως) η
новое увеличение
;
~ τής φορολογίας — новый рост налогов
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
новое увеличение
? —
επαύξηση
как с
(ново)греческого
переводится слово
επαύξηση
? — новое увеличение
#
(ново)греческий словарь
—
εκτελεστήριος
—
γρατσούνισμα
—
φόβητρο
—
υδαταποθήκη
—
ακαμασιά
—
κακοανατεθραμμένος
—
αζύγιστος
—
επικαλούμαι
—
βολεματίας
—
χριστιανοσύνη
—
κάμερα
—
μυζηθρόπιτα
—
στειρωτικός
—
τουλίπη
—
γράνα
—
ζηλοτυπικός
—
παρασκεύασμα
—
επιθαλάσσιος
—
αναριεύω
—
μπάτσα
—
καθιερωμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве