Новогреческий словарь
μέταλλο
μέταλλο
το прям., перен.
металл
;
έγχρωμα (σπάνια) ~α — цветные (редкие) металлы
;
πολύτιμα (или ευγενή) ~ — благородные металлы
;
έχει ~ η φωνή του — [phrase]у него чистый, звонкий голос [/phrase] (о певце)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
металл
? —
μέταλλο
как с
(ново)греческого
переводится слово
μέταλλο
? — металл
#
(ново)греческий словарь
—
ρίς
—
μονοχρώματος
—
θημώνιασμα
—
μπουσουλώ
—
ηλεκτροχημικός
—
πεταλωτής
—
ανυπερτίμητος
—
μεταμοντερνιστικός
—
φυσικά
—
καπούλια
—
μάγεμα
—
εύπνοια
—
συνεργεία
—
ιστοκαλλιέργεια
—
γυνή
—
αρειμάνιος
—
υστεροπτωσία
—
προάγγελος
—
αίθριος
—
πνευμονογραφικός
—
ενισχυτής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве