|
η уравнивание но количеству (тж. перен.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уравнивание но количеству? — ισοφάριση как с (ново)греческого переводится слово ισοφάριση? — уравнивание но количеству — ανθρώπινα — αρδεύω — λιβαδότοπος — αργυροκάνατο — αλχημιστής — χλωμαίνω — στέφανο — αλλοτριοφαγικός — καραβοστάσι — αστρακάν — τουαλετταρίζομαι — επιβοήθησις — αινώ — εμπρηστικός — μούντζα — όρεξη — στυφός — αφεντικό — αμφιρρέπω — ξινόχορτο — ακρόαμα |
|||