Новогреческий словарь
αθωράκιστος
αθωράκιστος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αθωράκιστος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
απονευρώνω
—
χαλκοκουρούνα
—
κεραμοποιία
—
έχθρητα
—
λοιδορία
—
άρρητος
—
συνυποσχετικό
—
τειχοποιία
—
ιππόκαμπος
—
προβιά
—
λιβοζέφυρος
—
αναφανδόν
—
νεόβγαλτος
—
ασπίλωτος
—
απροσγείωτος
—
διψαστικός
—
δραματοποιημένος
—
αιμοσκοπικός
—
αιματοκύλιστος
—
ανοηταίνω
—
καλωδίωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве