Новогреческий словарь
γιάλλα
γιάλλα
:
~ ~ — еле-еле, чуть-чуть
;
~ ~ τήν θυμάμαι — [phrase]я едва её помню[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
γιάλλα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αδολεσχώ
—
αγκύλι
—
γαλακτώδης
—
αυτοαγωγή
—
Ρωμαία
—
εγκληματικότητα
—
τριανταριά
—
πονετικός
—
συντάξιμος
—
λιθοδομία
—
θρηνολογώ
—
χρυσοχοείο
—
ακόνημα
—
πρόσχωμα
—
ατάραχα
—
κολλοδιούχος
—
αυτοκίνηση
—
διαχωρισμός
—
ξεδιαλέγω
—
εχεφρονώ
—
αχνοφεγγιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве