|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σερετιλίκι? — — ροδαλός — δικηγόρος — διαιώνιση — οργανώνω — υπερθέτω — εξωτερικό — σμιχτοφρύδα — ακυκλοφόρητος — αλλά — πεδούκλι — πλάγι — πραγματεία — ομολογητής — εισαι — ανισος — μακαρονικός — γυφτάκι — διακονιάρος — οίον — δυναμική — φλάπα |
|||