Новогреческий словарь
τρικράνι
τρικράνι
το 1)
трезубец
;
2)
вилы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
трезубец
? —
τρικράνι
как на
(ново)греческом
будет слово
вилы
? —
τρικράνι
как с
(ново)греческого
переводится слово
τρικράνι
? — трезубец, вилы
#
(ново)греческий словарь
—
δακτυλιοειδής
—
αχνός
—
υγραίνομαι
—
κολακεία
—
ξεσηκωμένος
—
καμέα
—
κοσμογραφικός
—
φυλάω
—
μποτζίρω
—
σίτιση
—
αντέρεισμα
—
φωνομετρία
—
εμπατή
—
πρόοψις
—
διατοίχηση
—
ηλεκτροακουστικός
—
χρυσόξανθος
—
τριγύρω
—
φωτιοκαμένος
—
καπνομίχλη
—
εναντίος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве