|
лейка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лейка? — καταβρεκτήριον как с (ново)греческого переводится слово καταβρεκτήριον? — лейка — επιτείχισμός — σπανακόπιττα — εύψυχος — φούτ-μπώλ — τυράγνια — εξερεονητικός — παραχάραξη — βαρέλι — αρτοπώλις — πληθωρικός — σπεδίζω — θρομβοφλεβίτιδα — τσερβέλο — δικός — εικοσιπεντάρι — τριβόλι — ιουλιανός — παιδιακίζω — χορτοφόρος — πολυλογία — εποπτικός |
|||