|
мастерить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мастерить? — μαστρολογάω как с (ново)греческого переводится слово μαστρολογάω? — мастерить — ανελίσσομαι — επισφάλεια — δικαιοστάσιο — ζητιανειά — ερασιτεχνικά — διστάζω — μάντρωμα — γιδόγραικο — φρονιμίτης — νοομάντις — όπου — νοσομανής — επιτήδειος — υπολήπτομαι — πρωτεύων — αξάπλωτος — καρούλι — κρύπτομαι — αιγοπρόβατα — παρείσαχτος — διορύττω |
|||