|
το овчина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово овчина? — αρνιακό как с (ново)греческого переводится слово αρνιακό? — овчина — μεγάλυνσις — εύφθαρτος — αντιστρεφόμενος — κοβάλτιο — τραχηλιαίος — ξαναφουντώνω — διάγλυμμα — αργυροκόσμητος — κραδαστικός — στραμπουλιξά — πολτοποιώ — γνωστικεύω — αμελκτήρας — στάχυ — αξύριστος — ξεπάγωμα — μπαρμπέρης — αποκαή — πυροβολικός — ασφέρδουκλας — καλογεννημένος |
|||