|
ο 1) вентилятор; 2) веер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вентилятор? — αεριστήρας как на (ново)греческом будет слово веер? — αεριστήρας как с (ново)греческого переводится слово αεριστήρας? — вентилятор, веер — υπέρμετρος — ρόμπα — προσδοκώμενος — βαριοφαίνεται — στίλβωμα — δόγης — υπερηκοΐα — ασκωρίαστος — εργος — εκδόριον — εκμαγείωση — αλύπητος — αγάπισμα — υβός — κύρ — μαρκαλάω — χλωραιθήρας — κατάπλασμα — γεννητάτος — α- — αντισυνταγματικός |
|||