|
пахать землю #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пахать землю? — ζευγαρίζω как с (ново)греческого переводится слово ζευγαρίζω? — пахать землю — αγούνωτος — τραγουδάκι — ινιακός — αειμακάριστος — ανειδοποίητα — δικαιοκρίτης — μυκητώδης — φυγοδικούμενος — τραγίλα — ηθικοποιώ — ερευνώμαι — απροετοίμαστος — καρδιοκλέφτης — αδέψητος — πεζούλα — ασάλιωτος — σημαίνον — στρογγυλεύω — λιμνώδης — παιδοχειρουργική — άρτεμα |
|||