|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κρανιολογία? — — ξεκουράζομαι — παπουτσάκι — καρδερίνα — οφθαλμοσκόπιο — αυτόμολος — διαπερνώ — χαροκαμμένος — μυθικός — οινοφιλία — επακμάζω — ματαιοσχολία — νήσος — κουμαρτζής — προσύλληψη — υδατόμεικτος — μασητήρ — αδειασμένος — φασουλοταβάς — τίναγμα — διαχειριστικά — αποκενώνω |
|||