|
το мед. отоскоп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отоскоп? — ωτοσκόπιο как с (ново)греческого переводится слово ωτοσκόπιο? — отоскоп — αποτίναγμα — ερευνητικός — αδιάφορος — τριγυρίστρα — μητροκτησία — καθαιρώ — αμπόλιαστος — μαγέρικο — κληματόβεργα — βεζικατόριο — ρυγχοειδής — χρυσομάλλούσα — δεματιάρης — αυτονομιστής — πρασόσουπα — αύτανδρος — επάγην — ματαιοπονώ — αφοσίωση — ομόγραφος — φυτικός |
|||