|
сломанный; === ~η (γραμμή) — ломаная линия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сломанный? — τεθλασμένος как с (ново)греческого переводится слово τεθλασμένος? — сломанный — ωσεί — αχνοφεγγιά — αγώγιμος — τρόμπα — παρανοϊκός — ομοιογενοποίηση — λογιέμαι — θυελλώδης — φρύδι — λογοφέρνω — χαρανί — μή — δασονομικός — μεγαλήγορος — μόσχειος — ρόϊδι — μαθεύομαι — γαλακτοθεραπεία — πλημμελής — αλατέμπορος — ξεπάστρεμμα |
|||