|
неувеличенный, неумноженный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неувеличенный? — απλήθυντος как на (ново)греческом будет слово неумноженный? — απλήθυντος как с (ново)греческого переводится слово απλήθυντος? — неувеличенный, неумноженный — απίθανος — κουφότητα — βοϊδόγλωσσα — βοτανισμένος — εύπηκτος — πιστοδότηση — αμετάθετο — αμαχητί — αναφύτευση — αδίπλιαστος — κελαϊδίστρα — μπούας — αιώνιος — σκάμμα — καταρράκωσις — αδικοθάνατος — καββαλιστικός — μοσχοπουλώ — γρέμπανο — λουστικά — τιμαλφής |
|||