Новогреческий словарь
αγωνιστής
αγωνιστ|ής
ο
борец; боец
;
~ιστές τής ειρήνης — борцы за мир
;
~ιστές τής αντίστασης — участники сопротивления
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
борец
? —
αγωνιστής
как на
(ново)греческом
будет слово
боец
? —
αγωνιστής
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγωνιστής
? — борец, боец
#
(ново)греческий словарь
—
γυναικοκρατία
—
ανθοσμίας
—
καταμερίζω
—
εκλεπισμός
—
ταυρομαχία
—
αυτόπονος
—
σημείον
—
γκιοστέκι
—
περιθωράκιο
—
αέναα
—
θρηνώ
—
λεξικολογικός
—
ρωμαίϊκα
—
ωνιομανία
—
σεβασμός
—
κακκάβι
—
ομόκεντρος
—
ασπάλοκας
—
οικίδιο
—
ιχνεύω
—
χαρούμενος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве