|
ο торговый служащий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово торговый служащий? — εμπορούπάλληλος как с (ново)греческого переводится слово εμπορούπάλληλος? — торговый служащий — διηκριβωμένος — μισθοφόρος — αμείβω — μπουγαδάς — τραγικοποιούμαι — αντληση — υπερχρονισμός — ξεβιδώνομαι — ανθυποπλοίαρχος — γλύφω — έπαθα — εκκοκκίζω — χλευασμός — εντεροτομία — ιταλομαθής — λιόντας — απαρεξήγητος — τέρμα — μυθοποιός — κλώσσα — ασηπτικός |
|||